φιλότεκνος

φιλότεκνος
-η, -ο
1. αυτός που αγαπάει τα παιδιά του.
2. αυτός που επιθυμεί να αποκτήσει παιδιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλότεκνος — loving one s children masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλότεκνος — η, ο / φιλότεκνος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τα παιδιά του νεοελλ. αυτός που επιθυμεί να αποκτήσει παιδιά αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλότεκνον η φιλοτεκνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. μισό τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτεκνότατον — φιλότεκνος loving one s children masc acc superl sg φιλότεκνος loving one s children neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλότεκνον — φιλότεκνος loving one s children masc/fem acc sg φιλότεκνος loving one s children neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτεκνότατε — φιλότεκνος loving one s children masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτεκνότατος — φιλότεκνος loving one s children masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτεκνότεραι — φιλότεκνος loving one s children fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτέκνοις — φιλότεκνος loving one s children masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτέκνου — φιλότεκνος loving one s children masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτέκνους — φιλότεκνος loving one s children masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”